Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2014

Στο παζάρι

   


       Για να πιάσουμε τα πράγματα από την αρχή το όνομα του είναι Άλφα. Είναι τριάντα οκτώ χρονών. Ζυγίζει εβδομήντα πέντε κιλά γυμνός μόνο με τις κάλτσες και έχει ύψος ένα ογδόντα οκτώ. Γεννήθηκε σ΄ένα χωριό της Πελοποννήσου αλλά ήρθε στην Αθήνα για να πάει στην Γυμναστική Ακαδημία. Γυμνάζεται καθημερινά. Παίζει ποδόσφαιρο δύο φορές τον μήνα με την ομάδα του Δήμου. Τον ξέρουν όλοι στην γειτονιά. Ψωνίζει στη λαϊκή του Σαββάτου. Υπηρέτησε δεκαοκτώ μήνες στο στρατό. Γνώρισε την γυναίκα του την Μ στο πάρτυ ενός κολλητού. Φλυάρησαν πολύ εκείνο το βράδυ, φύγανε μαζί με την μηχανή και με ένα φεγγάρι νυχάκι που βόλταρε ξάστερο εκείνο το πρώτο βράδυ. Τώρα πια έχει μια κόρη κι ένα γιό. Ζουν απόκεντρα της Αθήνας σ΄ένα σπίτι με αυλή και καστανιές. Του αρέσει ακόμα η Μ. Κάθεται τα καλοκαιρινά βράδια στην βεράντα και την κοιτάζει την ώρα που λικνίζεται σιγοτραγουδώντας ενώ ανακατεύει με την ξύλινη κουτάλα τα μακαρόνια που βράζουν. Κάπως έτσι ενώνονται σκέφτεται ο πόνος και η γλύκα της ζωής. Δουλεύει στο παζάρι, είναι ακροβάτης.
      Στο παζάρι είναι μαζί με άλλους πολλούς. Μουσικούς, χορευτές, ταχυδακτυλουργούς, κλόουν. Ο καθένας έχει το νούμερο και την μοναδική του ιστορία. Συνεργάζονται όμως και  σε μικρές καλά συγχρονισμένες ομάδες σε τεντωμένα σχοινιά, ισορροπώντας σε κρίκους, κυλιόμενους κυλίνδρους και ό,τι άλλο χωράει σε ανθρώπου νου για να παρουσιάσουν τις επιδεξιότητες τους. Φτιάχνουν τ΄ αντίσκηνα, απλώνουν τους πάγκους με τα παιχνίδια και  τα φαγώσιμα. Στήνουν τα ποδοσφαιράκια, τα μπιλιάρδα, τους στόχους της σκοποβολής. Υπνωτίζονται οι φόβοι σχετικά γρήγορα. Το παζάρι έχει πάντα κάτι να γυρνάει. Καμιά φορά δέχονται επίθεση από δυνατούς αρουραίους που ροκανίζουν τους πάγκους και τους στόχους από φελιζόλ. Τους ηρεμεί όμως γρήγορα η γνώριμη μυρωδιά της υγρασίας και της τσόχας των μπιλιάρδων και συνεχίζουν. Τα καλοκαίρια απλώνονται σε νούμερα, τρικ και μαγικά. Ενώ τα φθινόπωρα μαζεύουν τα φύλλα. Γιατί τι μεγαλύτερη απόδειξη μετάνοιας από το να καθαρίζεις το παζάρι από τα φύλλα του φθινοπώρου κάτω από μια χειμωνιάτικη λιακάδα;
     Όταν την βρήκε δεν ήταν ούτε στις μπουκάλες, ούτε στην σκοποβολή. Καθόταν και έτρωγε μηλόπιτες. Αμέσως μετά πήγε στις κούνιες. Ανέβαινε, ανέβαινε όλο και πιο ψηλά και μετά άρχισε να κατεβαίνει όλο να κατεβαίνει, περνούσε από μπροστά του καθισμένη στην σιδερένια κούνια. Συνέχιζε να κατεβαίνει σαν να πεθαίνει. Οι ίσκιοι σαλέψανε και αυτή εκτοξεύθηκε στα αλογάκια. Έτρεξε πίσω της. Τ΄αλογάκια γυρνούσαν γύρω γύρω στο ρυθμό της μουσικής. Όταν η μουσική σταμάτησε, σταμάτησαν και τ΄αλογάκια να γυρνούν γύρω γύρω και όρμησε στο αλογάκι της όμως αυτή δεν ήταν πια εκεί. Την έψαξε μέσα στη σκόνη, πίσω από τις σκιές. Η μουσική εξακολουθούσε να παίζει, τα βέλη να διεκδικούν το στόχο, κρίκοι πέφταν πάνω στις μπουκάλες και τ΄αλογάκια ξανάρχισαν να γυρίζουν. 
      Στο παζάρι την βρήκε και στο παζάρι την έχασε. Ήθελε να φύγει και να μην ξαναπάει στο παζάρι. Εκεί βρίσκει ο ένας τον άλλο και έπειτα χάνονται αναζητώντας. Χάνουν αυτήν που μόλις την είχαν βρει. Τώρα ξεχνά το όνομα της. Την φωνάζει ει, ει, ει. Μέχρι πριν λίγο την λέγανε προσδοκία. Ακριβή λέξη. Ποιός αγοράζει, ποιος πουλά; Τώρα σκέφτεται αλλά δεν κάνει. Χάνεται σε μια τεράστια απόσταση ανάμεσα στο νοερό και στο απτό και γίνονται τα  μεροκάματα πικρά.
   

Φωτογραφία Jiang Zhi - Love

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου