Τρίτη 24 Μαρτίου 2015

Εθνική Γιορτή




       Για δευτερόλεπτα νόμισε πως εξαφανίστηκε ο χρόνος. Πως δεν βρισκόταν κάτω από  τους μεγάλους, πράσινους προβολείς, δεν υπήρχε κανείς άλλος γύρω της και εκείνη δεν ήταν ξαπλωμένη στο χειρουργικό κρεβάτι.
      Πως δεν είχε περάσει ψάχνοντας τον από το καφενείο. Πως δεν τους είχε δει να χορεύουν μεθυσμένα την Ευδοκία και τον αετό χωρίς φτερά και γύρω γύρω να παίζει παλαμάκια η γειτονιά.  Πως δεν θύμωσε και δεν πήρε παραμάζωμα τραπέζια, καρέκλες και ποτήρια να τα ρίξει στο μωσαικό. Πως δεν την πέταξε κάποιος έξω και δεν βρόντηξε απότομα την τζάμινη πόρτα πίσω της.
     Πως δεν πέρασε από το ζαχαροπλαστείο Ελίτ και δεν κόλλησε τα μούτρα της στο τζάμι να κοιτά τα γλυκά που γυάλιζαν κάτω από τα φώτα της βιτρίνας και να μοιάζουν τόσο  φρέσκα και νόστιμα. Πως δεν λαχτάρησε να μπορούσε ν΄ αγοράσει μια τούρτα σοκολάτα στο κορίτσι της που την περίμενε στο σπίτι να κοιμηθούν πια. Ξημέρωνε εθνική γιορτή, τα σχολεία θα ήταν κλειστά και της είχε υποσχθεί να μαγειρέψουν, να στρώσουν μαζί το τραπέζι, να φάνε και να χορτάσουν.
    Πως δεν πήγε στο μηχάνημα της Εθνικής. Πως δεν έβαλε την κάρτα της στο μηχάνημα και δεν βγήκε το ανθρωπάκι να της πει με τα χέρια σηκωμένα πως λυπάται αλλά δεν υπάρχουν λεφτά στο λογαριασμό και πως δεν μπορεί να την εξυπερετήσει. Πως δεν την έπιασε πανικός και δεν ακούμπησε στο πρώτο παρκαρισμένο αυτοκίνητο λέγοντας μέσα της  ''ήρεμα'' τρεις φορές σαν προσευχή. Πως δεν έχασε τις αισθήσεις της και δεν κατάλαβε τι έγινε μετά.
    Εξαφανίστηκε ο χρόνος. Έριξε στην πλάτη της χωρίς να το καταλάβει ένα ρούχο αποδημίας και μπροστά της εμφανίστηκε το κορίτσι της. Την αγκάλιασε σε μια   αποσυμπιεσμένη κάψουλα και ταξίδεψαν σ΄ένα διαστημόπλοιο στο διάστημα του χρόνου. Εκείνη και εκείνη, χωρίς βαρύτητα, γεμάτες αγάπη χόρευαν ανάλαφρες και γυμνές στους αιθέρες. Τριγύρω τ΄αντικείμενα χόρευαν μαζί τους, και αυτές με ορθάνοιχτα μάτια έσφιγγαν τα χέρια τους ακόμα πιο σφιχτά. Στον πίνακα ελέγχου του διαστημόπλοιου αναβόσβηνε με κόκκινα γράμματα η ένδειξη ''στοργή'' σαν να ήταν προυπόθεση για την προσγείωση και την εξερεύνηση του νέου πλανήτη που έφθαναν. Άνοιξαν την πόρτα και προχώρησαν στροβιλιζόμενες και ενωμένες σε μια νέα ατμόσφαιρα. Σ΄ενα κενό αναγκάστηκε ν΄αφήσει το χέρι της. Προχώρησαν χωρισμένες αλλά βλέποντας ασταμάτητα η μια την άλλη. Ανεβοκατέβηκαν στους κρατήρες, στα όρη, στις χαράδρες του άγνωστου πλανήτη σε μια διαφορετική και την ίδια στιγμή σχετική τροχιά.
    Σιγά σιγά ξαναβρέθηκε στον παλιό χρόνο, κάτω από τους μεγάλους, πράσινους  προβολείς, πάνω στο χειρουργικό τραπέζι να κερδίζει την μάχη. Ξημερώνει. Το παιδί θα είχε αποκοιμηθεί μόνο του. Βιαζόταν να το ειδοποιήσει. Να του πει πως δεν θα είχαν σοκολατένια τούρτα αλλά πως έφυγε ο κόμπος από το λαιμό της μέρας. Πως έμπαινε η Άνοιξη και πως οι δυό τους ήταν σημαδεμένες να βρίσκουν πάντα ρίζα, που θα τους αποκαλύπτεται  κομμάτι κομμάτι και θα την ποτίζουν με αγάπη.
     Στο δρόμο έχουν στολίσει τα σημαιάκια. Γαλανόλευκα και γυαλιστερά κουνιούνται  κάτω από τον πρωινό ήλιο. Ζεσταίνονται σιγά σιγά τα μπαλκόνια. Γυμνά κοιμούνται τα όνειρα πιο μέσα. Ξεκινάει η κυκλοφορία δειλά δειλά σε ρυθμό εθνικής γιορτής. Άντρες και γυναίκες  κατεβαίνουν προς το κέντρο με παράπονα στις τσέπες και ρούχα σχόλης. Παιδιά κουνώντας χάρτινα σημαιάκια ακολουθούν  παρελάσεις. Ξεχασμένοι γέροντες στα παγκάκια κάτω από τις νερατζιές, περιμένουν να περάσει η ώρα. Αλήθεια πως αντέχουν οι άνθρωποι να λένε πέρασε η ώρα; Κομμάτι κομμάτι σου παίρνουν τον κόσμο σου, σκέφτεται.
     Τα δάχτυλα της άρχισαν να μυρίζουν ιδρώτα ξανά. Τα έγλυψε και βρήκε εκεί ένα διαμαντάκι. Ένα μικρό, κρυφό χαιρετισμό. Ένα τόσα δα μικρό καλό, που μπορεί να σταθεί ικανό για την μεγαλύτερη ανατροπή. Άρχισε να ντύνεται βιαστικά. Λεπτό να μην καθυστερήσει. Λεπτό να μη χάσει.
   
   
        



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου