Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2016

Η φάρσα




       Ξαφνικά δεν είχε τη δύναμη να υποφέρει κανένα βλέμμα. Άρχισε να περπατάει στο πλαινό ενός μεγάλου αυτοκινητόδρομου όπου τα αυτοκίνητα έτρεχαν το ένα πίσω από το άλλο. Αποροφημένη στις σκέψεις της, ανιχνεύοντας μόνο τα κατάβαθα της ψυχής της που της έστελναν τις ίδιες ταπεινωτικές εικόνες ξανά και ξανά. Κάποιες στιγμές μόνο όταν κάποια μοτοσυκλέτα, της οποίας η εξάτμιση της τρύπαγε τα τύμπανα περνούσε από κοντά της,  συνειδητοποιούσε πως ο εξωτερικός κόσμος υπήρχε. 
       Τα αυτοκίνητα κυλούσαν γρήγορα στους στολισμένους χριστουγεννιάτικα δρόμους. Τα αυτοκίνητα ήταν γεμάτα δύναμη σε αντίθεση με την ίδια που ένιωθε αδύναμη αφού δεν μπορούσε να εναντιωθεί σε όλες τις άδικες εξελίξεις που κατέφθαναν στη ζωή  της. 
       Προσπάθησε να συλλάβει μια φευγαλέα ανάμνηση. Το νησί της. Θυμήθηκε πόσο ωραία είναι η θάλασσα στο νησί της. Πόσο ωραία ήταν τα καλοκαίρια εκεί όταν ήταν παιδί.  Η ανάμνηση ήχησε σαν μια χορευτική μουσική στην μέση της ερήμου. Βάλθηκε να κάνει σινιάλο στα αυτοκίνητα, αλλά αυτά  περνούσαν χωρίς να σταματήσουν, τυφλώνοντας την με τους προβολείς τους. Λίγες ώρες πιο πριν είχε συμβεί μια μεγάλη ανατροπή. Μια κατάσταση που όπως δείχνουν τα πράγματα δεν θα μπορέσει να αποφύγει. Απο την μια στιγμή στην άλλη  έχασε σταθερές και δεδομένα χρόνων, την δουλειά της.
      Να αφήσει τον μεγάλο αυτοκινητόδρομο αυτό σκέφτηκε για μια στιγμή. Να πάρει το μικρότερο, τον πιο ήσυχο δρόμο.  Σ΄έναν ήσυχο δρόμο ίσως καταφέρει να βρει την ψυχραιμία της πριν γυρίσει σπίτι. Ο κόσμος προχωρούσε βιαστικά κάτω από τα Χριστουγεννιάτικα φωτάκια κι εκείνη ξαναγυρνούσε στα βάθη της ψυχής της που συναντούσε μονάχα το φόβο. Αυτή η εποχή αρνείται να αναγνωρίσει στους ανθρώπους το δικαίωμα να βρεθούν σε δυσαρμονία με τον κόσμο. Όμως εκείνη δεν υπήρξε ποτέ αθλήτρια. Ποτέ δεν διάλεξε τον ανταγωνισμό. Δεν ήθελε να είναι ούτε πρότυπο, ούτε δείγμα. Άνθρωπος ήθελε να κρατηθεί. Ίσως και να ήταν το πρόσωπο ενός παραμυθιού που γνώριζε από τότε που ήταν παιδί. Ενός παραμυθιού που μόλις τώρα άρχιζε να διακρίνει το τέλος του.
      Τα χέρια της όμως είναι τώρα άδεια. Ίσως θα έπρεπε να φύγει. Να πάει να ψάξει κάπου αλλού για δουλειά. Δύσκολο εγχείρημα.  Σχεδόν απραγματοποίητο, παρόμοιο με όλες αυτές τις ουτοπικές αυταπάτες με τις οποίες έντυσε την ζωή της ενώ στην πραγματικότητα στο βάθος του μυαλού της ήξερε πως δεν θα μπορούσε σχεδόν τίποτα στην ηλικία της πια να κάνει. Όμως πώς είναι να μην κάνει τίποτα; 
     Κοίταξε τους περαστικούς. Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη τις γιορτές. Ξέρουν όμως να τις γιορτάσουν; Πρόσεξε την κατήφεια τους, την νευρική σιωπή τους, την σκληρότητα στο βλέμμα τους. Κάποιοι απ΄αυτούς θα έχουν μόλις κλείσει πού θα κάνουν το ρεβεγιόν τους, θα έχουν προβάρει φουστάνια και κουστούμια, θα έχουν βγει από το κομμωτήριο. Υπάρχει άραγε κάτι πιο μελαγχολικό από μια γιορτή που η παρουσία σου εκεί είναι σχεδόν τυχαία ή εφήμερη; 
      Συνέχισε να περπατάει μονολογώντας με μια τόσο αδύναμη φωνή που κανείς δεν την άκουγε. Δεν ήξερε από που θα έρθει η λύση. Μπορεί η λύση να έρθει απ΄έξω, να είναι απρόσμενη ή να είναι η πιο κοινή μαζί. Μπορεί η λύση να είναι ένα ''ναι'' που δίνοντας το θα εκπλήξει όλους . Ένα ''ναι'' που θα στηρίξει την επιθυμία της να μην μείνει σε μια ζωή που θα μοιάζει με ένα κακό αστείο, μια φάρσα που την είχε παίξει στον εαυτό της από φόβο ή φιλαρέσκεια και χωρίς καν να την πιστεύει, αλλά κάτι σοβαρό και πραγματικό. 
       Προχωρώντας διασταυρώνεται με τους περαστικούς. Μια γυναίκα περπατάει μόνη της στο πλάι ενός μεγάλου αυτοκινητόδρομου φωτισμένου με χιλιάδες χριστουγεννιάτικα φωτάκια. Αυτή είναι η εικόνα. Οι άνθρωποι περνούν δίπλα της και δεν την βλέπουν ούτε την ακούν γιατί είναι άνετα εγκαταστημένοι αποκλειστικά στον εαυτό τους. Οι άνθρωποι κινούνται ενώ είναι ακίνητοι και κουβαλούν μέσα τους ένα αμίλητο φόνο. Κι όλα αυτά τα βήματα της, οι μονόλοι και τα βλέμματα είναι αφορμές για να γίνει κάτι. Γίνονται στο λεπτό αναμνήσεις και μ΄έναν ακατανόητο τρόπο σου φουσκώνουν τα πανιά. 
    Χωρίς να το καταλάβει γύρισε με τα πόδια στο σπίτι. Βάζοντας το κλειδί στην πόρτα κρατήθηκε για δευτερόλεπτα πριν μπει μέσα. Δεν ήξερε ακριβώς τι θα έλεγε.  Θα έλεγε όσα είχε να πει. Οι λέξεις θα αναλάμβαναν την αφήγηση. Αυτές οι λέξεις που γίνονται μετά υγρασία και σκάνε τους σοβάδες στους τοίχους.  Μια απολύτως απαραίτητη υγρασία για να αντιλαμβανόμαστε επαρκώς όσα ακόμα δεν καταφέραμε αλλά εξακολουθούμε να θέλουμε. 


Ζωγραφική Andrew Stevovich     
      

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου