Δευτέρα 9 Απριλίου 2018

Tα έτοιμα

     





       Είναι ένας άνθρωπος αρκετά θλιμμένος. Από απόσταση φαίνεται κοινωνικός και φιλικός με όλους. Όμως όταν τον πλησιάσεις και γίνεις φίλος του καταλαβαίνεις πόσο μοναχικός είναι. Έχει φίλους, κάνουν παρέα, κουβεντιάζουν, γελάνε πολύ, θλιμμένοι όλοι και μοναχικοί. Οι θλιμμένοι γελούν και οι μοναχικοί έχουν φίλους. Αυτό είναι πλέον τόσο συχνό που το βρίσκεις αυτονόητο. 
      Ο αρκετά θλιμμένος άνθρωπος ζούσε σ΄ένα δικό του κόσμο που τον ικανοποιούσε κάπως. Νιώθει ασφάλεια μέσα σ΄αυτόν. Δεν του αρέσουν τα έτοιμα. Σαν μαγεμένο το μυαλό του φτερουγίζει. Του αρέσει να διαβάζει, να βλέπει ταινίες, να ακούει μουσικές, να σκέφτεται, να αγαπάει τους ανθρώπους. 
      Δούλευε σ΄ένα μαγαζί με υφάσματα στο τέλος της Ερμού. Στο μαγαζί μπαινόβγαιναν κυρίως γυναίκες μεγαλούτσικες. Αγόραζαν λίγα μέτρα φθηνό ύφασμα για να ράψουν ρούχα ή κουρτίνες ή καλύματα για τον καναπέ. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις διάλεγαν πιο ακριβά υφάσματα για να καλύψουν τις ανάγκες τους για κάποιο γάμο ή βάφτιση ή για καλά τραπεζομάντηλα. Ο αρκετά θλιμμένος άνθρωπος ήξερε τα υφάσματα σαν την παλάμη του. Έδινε χρήσιμες συμβουλές, ποιό ύφασμα είναι ανθεκτικό στο χρόνο, στα πλυσίματα. Ποιό ράβεται εύκολα για κουρτίνες. Ποιό κάνει τέλειο κοστούμι. Εκεί μέσα είχε την δική του υπόσταση και οι πελάτες τον αναζητούσαν. Μια μέρα που έβρεχε πολύ ήρθαν κάτι εργάτες και ανέβασαν έξω από το μαγαζί κάτι σκαλωσιές. Το μαγαζί έγινε ένα με τον επάνω όροφο. ΄Εγινε διώροφο και άρχισε να πουλάει έτοιμα ρούχα.  Περισσότερος κόσμος έμπαινε τώρα. Έμπαινε, έπαιρνε φθηνά έτοιμα ρούχα, άφηνε  τα λίγα του λεφτά και έφευγε. 
      Ο αρκετά θλιμμένος άνθρωπος πίσω από τις τζαμαρίες κρυμμένος πήγαινε να σκάσει ή να ξεράσει.  Δεν έσκασε όμως, γιατί αυτός που ήταν μέσα του έφθανε μέχρι τον στόμα του έτοιμος να ξεράσει και γλυστρούσε πάλι μέσα στην κοιλιά του. 
    Και τότε έπεσε μαύρο. Όχι στη τηλεόραση, έτσι κι αλλιώς την άνοιγε πολύ σπάνια.  Την κράταγε μέσα στο σπίτι εθιμικά ας πούμε. Άλλωστε η τηλεόρση πρόβαλλε όλο αυτό που δεν τον αφορούσε. Το μαύρο το έριξαν παντού, σε όλες τις άλλες οθόνες, σε όλες τις άλλες πλευρές και γωνιές. Σε κάθε μικρό κομμάτι της δικής του αισθητικής. Το μαύρο έπεσε με τέτοιο τρόπο που απέδειξε πως δεν ζούσε σε Δημοκρατία, και αυτό ήταν ένα μεγάλο σοκ για τον αρκετά θλιμμένο άνθρωπο που με όλα αυτά που είχε διαβάσει, δει, σκεφθεί, ακούσει, δεν μπορεί παρά να ήθελε Δημοκρατία.
     Εξακολουθεί να είναι ένας άνθρωπος αρκετά θλιμμένος. Τώρα είναι επιτέλους θυμωμένος. Κυκλοφορεί κάθε μέρα δίπλα μου, δίπλα σου. Αλλά αν αυτός ο άνθρωπος απογοητευθεί δεν θα έχουμε καμιά ελπίδα.

     

Ο μπιντές




                                          Φωτογραφία Jack Welpott 1953
                                     

         Με είχανε βάλει στο ζυγό είκοσι ολόκληρα χρόνια με την θέληση μου (αυτό είναι το χειρότερο), για να καταλήξω εδώ μπροστά σε μια σειρά άχρηστα πράγματα, κατά την γνώμη μου, ή που, κι αν είναι χρήσιμα, πανάθεμά τα, δεν αξίζουν, όσο αυτή η υπόθεση που λέγεται ζωή και νιάτα. Τα καλύτερα χρόνια τα σπατάλησα σαν το μερμήγκι, κουβαλώντας και σιάχνοντας αυτό το κωλόσπιτο, οικοδομώντας τελικά αυτόν τον μπιντέ, είκοσι χρόνια μου κατάπιε η καταβόθρα του, κι εγώ τώρα έχω μείνει στυμμένο λεμόνι, σταφιδιασμένο πρόσωπο, για έναν μπιντέ. 
       Με τέτοιες σκέψεις τράβηξα το καζανάκι και μετά πήγα στο παράθυρο ν άναπνεύσω λιγάκι, ν΄ακούσω τον ήχο της πόλης. Από παντού ερχόταν ένας παράξενος θόρυβος. Δεν ήταν ο γνωστός θόρυβος από τα αυτοκίνητα. Άλλου είδους αυτός: Ένα επίμονο πλατς -πλατς σκέπαζε κάθε βοή. Έστησα αυτί και κατάλαβα.Όλο το λεκανοπέδιο της Αττικής είχε μεταβληθεί σ΄έναν απέραντο μπιντέ κι είχαμε καθήσει όλοι επάνω και πλενόμασταν, πλενόμασταν, πλενόμασταν, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες καζανάκια, χύνοντας καταρράκτες νερού, χαιρετούσαν την πρόοδο μας.

Μάριος Χάκκας
Ο Μπιντές
1970
Εκδόσεις Κέδρος